αζωτούχος

αζωτούχος
-ο
αυτός που περιέχει άζωτο. Π. χ. αζωτούχο λίπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άζωτο + -ούχος < έχω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αζωτούχος — α, ο αυτός που περιέχει άζωτο: Τα καλύτερα λιπάσματα είναι τα αζωτούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κινολίνη — Αζωτούχος χημική ένωση αποτελούμενη από δύο αρωματικούς δακτυλίους, με χημικό τύπο C9H7N. Αντιπροσωπεύει τη βασική χημική ομάδα διαφόρων φυσικών αλκαλοειδών. Ως συστατικό των αλκαλοειδών συναντάται και ένα ακόμη ισομερές της κ., η ισοκινολίνη, η… …   Dictionary of Greek

  • αζωτικός — ή, ό [άζωτο] ο αζωτούχος* …   Dictionary of Greek

  • αλευρόκολλα — η 1. κόλλα από αλεύρι (βράζεται με ανάλογο νερό) 2. η αζωτούχος ύλη τών δημητριακών, αλλ. γλουτένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + κόλλα] …   Dictionary of Greek

  • ηλιανθίνη — Συνθετική χρωστική ουσία, με χημικό τύπο (CH3)2 N C6H4N=N C6H4 SO3H, που παρασκευάζεται με σύζευξη διαζωτωμένου σουλφανιλικού οξέος και διμεθυλανιλίνης. Χρησιμοποιείται ως χρώμα στη βαφική και ως δείκτης στην αναλυτική χημεία με τη μορφή του… …   Dictionary of Greek

  • κούπφερρον — το χημ. αζωτούχος οργανική ένωση, νιτρωδαμίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. cupferron < αγγλ. cupric (< μτγν. λατ. cuprum < Κύπρος) + αγγλ. ferric (< λατ. ferrum… …   Dictionary of Greek

  • πενταερυθρίτης — ο χημ. 1. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένη τετρασθενής αλκοόλη που παρασκευάζεται με επίδραση περίσσειας φορμαλδεΰδης σε ακεταλδεΰδη παρουσία ασβέστου, αλλ. πενταρυθριτόλη 2. φρ. «τετρανιτρικός πενταερυθρίτης» αζωτούχος οργανική ένωση,… …   Dictionary of Greek

  • πικραμίνη — η, Ν χημ. αζωτούχος οργανική αρωματική ένωση, που χρησιμοποιείται ως εκρηκτική ύλη, γνωστή και ως 2,4,6τρινιτρανιλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. picramine (< πικρός + αμίνες*)] …   Dictionary of Greek

  • πικραμινικός — ή, ό φρ. «πικραμινικό οξύ» αζωτούχος οργανική αρωματική ένωση, που χρησιμοποιείται ως χημικός δείκτης και για την παρασκευή αζωχρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. picraminic acid (< πικραμίνη*)] …   Dictionary of Greek

  • πικρικός — ή, ό, Ν φρ. «πικρικό οξύ» αζωτούχος οργανική αρωματική ένωση που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και για την κατασκευή εκρηκτικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. picric acid (< πικρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ιωάνν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”